τελχινώδης

τελχινώδης
ή τελχινιώδης, -ῶδες, Μ [Τελχίς, -ῑνος]
1. επιβλαβής, κακός («τὴν ἐμαυτοῡ θρηνῶν τύχην, καὶ τελχινώδη ταύτην αποκαλῶν», Θεοφύλ. Βουλγ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τελχινῶδες
φθονερά, με φθόνο («τελχινῶδες ἐμβλέπειν», Μιχ. Ακομ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”